- προφατεύσω
- πρό-φατεύωaor subj act 1st sgπρό-φατεύωfut ind act 1st sgπρό-φατεύωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… … Dictionary of Greek